- φλογερότητα
- ητο να είναι κανείς φλογερός, σφοδρότητα, βιαιότητα, πάθος, ορμή, περιπάθεια, θερμότητα: Η φλογερότητα των συναισθημάτων του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φλογερότητα — η, Ν [φλογερός] 1. η ιδιότητα τού φλογερού 2. μτφ. (σχετικά με συναισθήματα) σφοδρότητα, ένταση («φλογερότητα έρωτα») … Dictionary of Greek
αλκαίος — I (Μυτιλήνη 640 – 570 π.Χ.).Λυρικός ποιητής. O Α. έζησε σε μια εποχή δύσκολη για τις ελληνικές πόλεις, οι οποίες αντιμετώπιζαν σοβαρά εσωτερικά προβλήματα, εξαιτίας της αντίθεσης των μεγάλων αριστοκρατικών γενών, που μετάτην κατάργηση της… … Dictionary of Greek
νεανιότης — νεανιότης, ἡ (Α) [νεανίας] 1. νεανικότητα 2. φλογερότητα, πάθος … Dictionary of Greek